- ὤατον
- ὤατονtubneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωάτον — τὸ, και ᾠατός και ᾠωτός και ᾠοτός, ὁ, Μ (βυζ.) το τρίκλινο τού Μεγάλου Παλατιού στην Κωνσταντινούπολη, το οποίο ονομαζόταν έτσι, επειδή ο τρούλλος του είχε ωοειδές σχήμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. ovatus < ovum «αβγό»] … Dictionary of Greek
ὠάτου — ὤατον tub neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠάτῳ — ὤατον tub neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤατα — ὤατον tub neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤαθ' — ὤατα , ὤατον tub neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὤατ' — ὤατα , ὤατον tub neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)